Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανθισμός — ἀνθισμός, ο (Μ) η άνθηση, η ανθοφορία … Dictionary of Greek
ἀνθισμόν — ἀνθισμός lustre masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)